τμηματικός

τμηματικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τμήμα
2. αυτός που γίνεται κατά τμήματα («τμηματικές εξετάσεις»).
επίρρ...
τμηματικώς και τμηματικά Ν
κατά τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήμα, -ατος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1835 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείον τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τμηματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται ή γίνεται ή εκτελείται κατά τμήματα: Τμηματική κατασκευή του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”